- αδιαπόρθμευτος
- ος , ον уст. не переправленный на другой берег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιαπόρθμευτος — η, ο [διαπορθμεύω] αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος … Dictionary of Greek
αδιαπόρθμευτος — η, ο αυτός που δεν περάστηκε από τη μια όχθη στην άλλη: Εκείνο το βράδυ πολλά αυτοκίνητα έμειναν αδιαπόρθμευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)