αδιαπόρθμευτος

αδιαπόρθμευτος
ος , ον уст. не переправленный на другой берег

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιαπόρθμευτος" в других словарях:

  • αδιαπόρθμευτος — η, ο [διαπορθμεύω] αυτός που δεν διαβιβάστηκε, δεν πέρασε από τη μία όχθη στην άλλη ή δεν μπορεί να περάσει, αδιαβίβαστος, απέραστος …   Dictionary of Greek

  • αδιαπόρθμευτος — η, ο αυτός που δεν περάστηκε από τη μια όχθη στην άλλη: Εκείνο το βράδυ πολλά αυτοκίνητα έμειναν αδιαπόρθμευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»